- επιρροφώ
- ἐπιρροφῶ και ιων. τ. ἐπιρρυφῶ, -έω (AM) [ροφώ]ρουφώ, πίνω κάτι επί πλέον ή κατόπιν («πολλάκις ἐπιρροφοῡντα τοῡ ὕδατος», Πλούτ.)αρχ.ρουφώ άπληστα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπιρροφώ — έω, Α [ἐπιρροφῶ] ρουφώ επί πλέον … Dictionary of Greek